ἀντιπεριβάλλω

ἀντιπεριβάλλω
ἀντί-περιβάλλω
throw round
pres subj act 1st sg
ἀντί-περιβάλλω
throw round
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αντιπεριβάλλω — ἀντιπεριβάλλω (Α) 1. (για επίδεσμο) περιβάλλω, περιτυλίσσω προς το αντίθετο μέρος 2. περιπτύσσομαι, αγκαλιάζω κι εγώ 3. ( ομαι) περικυκλώνομαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”